- μώλεια
- μώλεια, τὰ (Α)εορτή στους Αρκάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μώλος ΙΙ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μώλεια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek